Αἰγίπους

Αἰγίπους
Αἰγί-πους, ποδος, , , πουν, τό, = foreg., Hdt.4.25.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αιγίπους — αἰγίπους ( ποδος), ουν (Α) ο αιγιπόδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ, γὸς + πούς] …   Dictionary of Greek

  • αἰγίπους — αἰγιπόδης goat footed masc/fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργίπους — ἀργίπους ( ποδος), πουν (Α) αυτός που έχει γρήγορα ή λευκά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + πους < πους (πρβλ. αιγίπους, αντίπους, αρτίπους κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”